21η Συνάντηση Σεμιναρίου "Η Κωμωδία στο Σινεμά" - e-Vrilissia

Breaking

Home Top Ad

Responsive Ads Here

Post Top Ad

Responsive Ads Here

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

21η Συνάντηση Σεμιναρίου "Η Κωμωδία στο Σινεμά"


Στην 21η  συνάντηση του σεμιναρίου «Η Κωμωδία στο Σινεμά» που οργανώνει το Cine Δράση και θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 3 Απριλίου 2024,  στις 8:30’μμ ζωντανά στο στέκι της Δράσης και διαδικτυακά μέσω της πλατφόρμας Zoom, ξεκινάμε τη συζήτηση για τη γαλλική κωμωδίαΒλέπουμε  αποσπάσματα και σχολιάζουμε τις  ταινίες του Γάλλου σκηνοθέτη και κωμικού ηθοποιού του θεάτρου και  του κινηματογράφου Ζακ Τατί  (Jacques Taticheff, Οκτώβριος 1907 – Νοέμβριος 1982).

O κωμικός,  παράλογος, αριστουργηματικός και μοναδικός κόσμος του Τατί

Ο Ζακ Τατί ανανέωσε την έννοια του μπουρλέσκ με ριζοσπαστικό τρόπο. Υπήρξε ονειροπόλος ανθρωπιστής, μια ψιλόλιγνη φιγούρα με μονίμως μια πίπα στο στόμα. Γύρισε συνολικά μονό έξι μεγάλου μήκους ταινίες, σε πέντε από τις οποίες παίζει το ρόλο του Κυρίου Ιλό (Monsieur Hulot). Η μεγαλύτερη επιτυχία του θεωρείται η ταινία «Mon Oncle» στην οποία ο Monsieur Hulot έρχεται αντιμέτωπος με σύγχρονο τρόπο ζωής. Σε μια μοντέρνα κοινωνία παριστάνει το άτομο μιας παλαιάς εποχής και η άγνοιά του των νέων συνθηκών κρίνει με πολύ χιούμορ τις νέες καταστάσεις. Η ταινία ενεργεί ως κριτική προς την αναπτυσσόμενη μοντερνιστική αρχιτεκτονική που στα τέλη τις δεκαετίας του 1950 αποτελούσε την προδιαγεγραμμένη δομική σύνθεση των προαστίων του Παρισιού. Για το «Playtime» ο Τατί αφιέρωσε 5 χρόνια από τη ζωή του  (τα γυρίσματα κράτησαν 2 χρόνια, η προετοιμασία 3) και τεράστια ποσά. Ένα ντεκόρ χτισμένο, με έγκριση του Μαλρό,  εξ ολοκλήρου εκτός στούντιο, μια πόλη που πήρε το παρατσούκλι «Tativille», όπου το μπετόν αρμέ και το τζάμι είναι κυρίαρχα στοιχεία, οι άνθρωποι μυρμήγκια. Αλλά αυτή η τόσο φιλόδοξη ταινία υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές αποτυχίες του γαλλικού κινηματογράφου και οδήγησε τον δημιουργό της στη χρεοκοπία. Με τα χρόνια επανεκτιμήθηκε και σήμερα, χάρη στην επίπονη προσπάθεια της εταιρείας «Les films de mon oncle» («Οι ταινίες του θείου μου») που ίδρυσε η κόρη του, Σοφί Τατισέφ, επαναπροβάλλεται σε όλον τον κόσμο σε ρετουσαρισμένη κόπια.

 Εκθειασμένος από τη Nouvelle Vague και ιδίως από τον φίλο του Φρανσουά Τρυφώ, ο Tati χωρίζει ακόμα και σήμερα τους συμπατριώτες του σε δύο στρατόπεδα. Από τη μία, είναι εκείνοι που τον αναγνωρίζουν ως εξέχον μέλος μιας σχολής εξαιρετικά απαιτητικής σε επίπεδο φόρμας. Κι από την άλλη, όσοι τον αντιμετωπίζουν ως έναν ποιητή της υπαίθρου, κάποιον που ύμνησε τις αρετές της γαλλικής επαρχίας, που προτίμησε τον κόσμο του χθες από το σήμερα. Όμως, τον Τατί δεν τον ενοχλεί το μοντέρνο, αλλά η χρήση του, ο φετιχισμός του. Γιος αστικής οικογένειας, γεννημένος στο Pecq, σιχαίνεται το σχολείο, προτιμάει τα αθλήματα και το μιούζικ χολ.   Χαμηλοί βαθμοί στην τάξη, δάφνες στα στάδια.    Στα αποδυτήρια κάνει τους συμπαίκτες του να σκάνε στα γέλια μιμούμενος προπονητές, αθλητές, οπαδούς. Είναι τέλειος στο ρόλο του αδέξιου, σαρκάζει δίχως να εκστομίζει κουβέντα τα στραβά του μοντερνισμού. Τον εντοπίζει η Colette. Το 1936, θα βρεθεί στο ABC, το καλύτερο παρισινό μιούζικ χολ. Εν τω μεταξύ, έχει αρχίσει να κερδίζει κάποιους ρόλους ώσπου να τον ανακαλύπτει ο Ρενέ Κλεμάν για το «Soigne ton gauche» (μικρού μήκους 1936).

Μετά τον πόλεμο, θα βρεθεί στην καρέκλα του σκηνοθέτη.  Χωρίς, όμως, να πάψει να υποδύεται. Ψηλόλιγνη σιλουέτα με μια πίπα μονίμως καρφωμένη στο στόμα να περιφέρεται εν απορία, είναι τέλειος στο ρόλο του αδέξιου, σαρκάζει δίχως να εκστομίζει κουβέντα τα στραβά του μοντερνισμού. Υπάρχει μπόλικος Μπάστερ Κίτον σ’ όλο αυτό. Με ελάχιστους ή καθόλου διαλόγους. Όπως ο Γκοντάρ ή ο Ρομπέρ Μπρεσόν, δεν παίρνει πολύ στα σοβαρά τον ομιλούντα κινηματογράφο και επινοεί ένα είδος που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «κινηματογράφο ηχηρά βωβό». Όταν όλα γύρω σου είναι θόρυβος, ο Τατί παίζει τη δική του παρτιτούρα. Στο πλατό, τα πάντα είναι άψογα και σχολαστικά επιμελημένα. Τα σκηνικά είναι εφευρετικά, ο φωτισμός μελετημένος, τα χρώματα τονισμένα, η αρχιτεκτονική ψαγμένη. Ένα τσακ χρειάζεται για να καταπιεί η πρόοδος τα πάντα. Ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων. Ο Κύριος Ιλό, σύγχρονος ιθαγενής που δραπέτευσε από την Αυλή του βασιλιά Μπετόν Αρμέ, περιφέρει το ψευδώς αφελές βλέμμα του πάνω στις ψευδαισθήσεις του καταναλωτισμού. Είναι η σκόνη στο μηχάνημα, προκαλεί καταστροφές. Αδέξιος κι ευγενικός, προσεκτικός και ενίοτε χαζός, συχνά ξεπερασμένος. Είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ βωβού και ομιλούντος, μεταξύ μιούζικ χολ και σύγχρονης εποχής. Πεθαίνοντας, στις 4 Νοεμβρίου 1982, αφήνει πίσω του ένα έργο ισχνό -μόλις 6 ταινίες και 3 μικρού μήκους- αλλά αφάνταστα πυκνό. Δεν ήταν ηθικολόγος, αλλά ονειροπόλος ανθρωπιστής. Χλευάζει, αλλά δεν δαγκώνει. Υμνεί την ομορφιά μορφών και σχημάτων, δίνοντάς τους την πρέπουσα θέση ως αξεσουάρ του ζητούμενου

Ο Τατί δημιούργησε μια ποιητική καθαρά οπτικο-ακουστική. Ποια δώρα κομίζει στον κινηματογράφο; Ενώ συνεχίζει στο δρόμο που χάραξαν οι μεγάλοι σκηνοθέτες-ερμηνευτές του βωβού –ο Τσάπλιν, ο Κίτον, ο Λόιντ- και έχοντας, όπως και κείνοι, επιβάλλει στο συλλογικό φαντασιακό μια φιγούρα άμεσα αναγνωρίσιμη όπως ο Κύριος Ιλό, δομεί ένα ανανεωτικό μπουρλέσκ που στο μεγαλύτερο μέρος του βασίζεται στην εκφραστική χρήση του ήχου, ανάλογο σ’ ένα πρώτο επίπεδο με τα κινούμενα σχέδια του Ντίσνεϊ. Αυτή είναι και η σπουδαιότερη ιδιαιτερότητά του. Δεν ήταν αυτονόητο.  Συνθέτοντας ηχητικά περιβάλλοντα παράξενα και ριζοσπαστικά, ο Τατί δημιούργησε μια ποιητική καθαρά οπτικο-ακουστική, εντός της οποίας η ηχητική ζωή των ατόμων και των αντικειμένων γίνεται, τουλάχιστον όσο οι κινήσεις και οι οπτικές τροχιές τους, πηγή gags και έκπληξης. Η ιδιοφυΐα του running gag της αόρατης σφήκας στο «Μέρα γιορτής» (1949) ή εκείνο της δίφυλλης πόρτας που χτυπάει στο εστιατόριο στις «Διακοπές του Κυρίου Ιλό» (1953) σ’ αυτό έγκειται. Όπως και ο ήχος των τακουνιών της κυρίας Αρπέλ («Ο Θείος μου», Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, 1958) που παρήγαν δυο μπαλάκια του πινγκ-πονγκ. Στο «Playtime» (1967) γίνεται ένας μοντέρνος, τρυφερός Δον Κιχώτης. Όσο για τις ανθρώπινες φωνές, ελάχιστες και μιξαρισμένες, λειτουργούν κι αυτές ως θόρυβοι παρά ως δομημένη γλώσσα. Εξάλλου τα πρόσωπα εκφράζονται μέσω ιδιωματισμών, βορβορυγμών, αυτοματισμών, επιφωνημάτων. Τον Τατί δεν τον ενδιαφέρει τόσο το τι διαμείβεται –εξάλλου οι διάλογοι σε ξένη γλώσσα του «Playtime» και του «Trafic» (1971) ποτέ δεν υποτιτλίζονται– όσο το πώς εκφέρεται, η δυναμική του και το τι αποκαλύπτει για το χαρακτήρα των προσώπων, την ουσία της κατάστασης στην οποία εμπλέκονται. Το κωμικό δυναμικό στα όρια του παράλογου και η καυστικότητα της κοινωνικής σάτιρας του Τατί έτσι προκύπτουν. Κι είναι όχι μόνο μεγαλειωδώς σκηνοθετημένα.  

 Ο σκηνοθέτης που βρίσκεται πιο κοντά στον Τατί είναι ο Φελίνι. Αρκεί κάποιος να συγκρίνει τις «Διακοπές του Κυρίου Ιλό» και τους Βιτελόνι.  Η επίδραση που άσκησε και η κληρονομιά που άφησε ο Ζακ Τατί σε άλλους σκηνοθέτες είναι συζητήσιμη. Θα μπορούσε ίσως κάποιος να αναφέρει τον Τζέρι Λούις ή τον Μπλέικ Έντουαρντς. Σήμερα, ίχνη του, μπορείς να βρεις στις ταινίες των Aki Kaurismaki,  Elia Suleiman, Abbas Kiarostami, Wes Anderson. Αλλά και πάλι, το στυλ του είναι τόσο διακριτό και μοναδικό που δύσκολα μπορείς να μιλήσεις για συνοδοιπόρους ή διαδόχους. Αν θαυμάζουμε στη σύγχρονη εποχή το διανοητικό και συναισθηματικό βάθος του έργου του, είναι γιατί διαχειρίστηκε τη θεματολογία του (τη μετριότητα των μικροαστών, τη χαρούμενη αυθεντικότητα των λαϊκών στρωμάτων, τις διαστροφές ενός κόσμου σε μετάλλαξη) με ένα τρόπο φορμαλιστικά ριζοσπαστικό μέσα από αφηγηματικές καταστάσεις που, μεταξύ των πλέον ατάλαντων, θα μπορούσαν να κυοφορήσουν το χειρότερο ακαδημαϊσμό.

Πηγές:

 https://www.andro.gr/empneusi/jacques-tati-lifestory/  

 http://users.uoi.gr/kopi/?p=2083

 

 




 Ακολουθήστε το e-vrilissia.gr στο FACEBOOK για να είστε ΠΑΝΤΑ ενημερωμένοι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Post Bottom Ad

Responsive Ads Here

Pages