Αυξήσεις μισθών κατά 5,6% προβλέπει για το 2025 η Τράπεζα της Ελλάδος, με τροφοδότη την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, και το ξεπάγωμα των τριετιών στον ιδιωτικό τομέα.
Στην ενδιάμεσή έκθεσή της εκτιμά ότι το 2025 προβλέπεται ότι οι συνολικές αμοιβές και οι αμοιβές ανά μισθωτό θα επιβραδυνθούν ελαφρά, και θα αυξηθούν κατά 5,6% έναντι φετινής αύξησης 5,9%, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη μικρή επιτάχυνση της παραγωγικότητας, θα συντελέσει σε υποχώρηση του ρυθμού ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Η αύξηση των αποδοχών κατά 5,9% για το 2024 αποδίδεται κυρίως στις αυξήσεις των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων καθώς στον τομέα της γενικής κυβέρνησης, οι δαπάνες για αμοιβές υπαλλήλων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 6,2% το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2024. Θετικά επέδρασαν όμως η επαναφορά των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα καθώς και η αύξηση 6,4% από 1ης Απριλίου 2024 στον κατώτατο μισθό.
Σύμφωνα με την Τ.τ.Ε οι μισθοί όσον αφορά το σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας, αυξήθηκαν κατά 4,9% το 2022, κατά 5,3% το 2023, κατά 5,9% το 2024 και η πρόβλεψη για το 2025 είναι ότι θα αυξηθούν κατά 5,6%.
Η παραγωγικότητα της εργασίας (δείκτης ΑΕΠ/δείκτη απασχόλησης) παρουσίασε αύξηση 3,2% το 2022, 1,1% το 2023, 0,9% το 224 και το 2025 προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,2%.
Το δε, κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος παρουσίασε αρνητική μεταβολή κατά 1,4% το 2022, αυξήθηκε κατά 2,5% το 2023, ενώ για το 2024 καταγράφει αύξηση 4,1% και για το 2025 προβλέπεται μικρότερη άνοδος κατά 3,2%.
Όσον αφορά τις συλλογικές συμβάσεις στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 υπογράφηκαν 184 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες καλύπτουν 126.371 μισθωτούς. Από αυτές, 67 συμβάσεις προβλέπουν αυξήσεις μισθών, ενώ οι υπόλοιπες δεν περιλαμβάνουν μισθολογικές ρυθμίσεις.
Το δημογραφικό
Από την έκθεση της Τ.τ.Ε δεν λείπουν και οι προειδοποιήσεις για καίρια ζητήματα που μπορεί να επιβαρύνουν τα δημόσια οικονομικά, με υπ΄ αριθμόν ένα πρόβλημα τη δημογραφική γήρανση που αναμένεται να συρρικνώσει το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας.
Η εξέλιξη αυτή που προδιαγράφεται από τώρα για τα επόμενα χρόνια, απαιτεί την υιοθέτηση ενεργητικών πολιτικών και προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στην αγορά εργασίας που θα έχουν ως στόχο την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών και των νέων στο εργατικό δυναμικό, τον περιορισμό του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων και την επανένταξη στο εργατικό δυναμικό όσων έχουν αποθαρρυνθεί, τονίζει η Ττ.Ε.
Παράλληλα όμως, επισημαίνει ότι απαιτούνται και στοχευμένες πολιτικές όσον αφορά την ένταξη των μεταναστών και την προσέλκυση ξένων εργαζομένων για να αντιμετωπιστούν οι ήδη παρατηρούμενες ελλείψεις στον αγροτικό τομέα και στους κλάδους που σχετίζονται με τον τουρισμό και τις κατασκευές.
Δεδομένων των περιορισμών που θέτουν οι δημογραφικές εξελίξεις, απαιτείται η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας προκειμένου να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική, επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Η παραγωγικότητα της εργασίας που είναι κομβικής σημασίας για τη διατήρηση της αναπτυξιακής πορείας της οικονομίας ακολούθησε αυξητική τάση κατά την πορεία ένταξης της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) έως και την περίοδο πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009. Έπειτα, κινήθηκε καθοδικά λόγω της κρίσης χρέους, φθάνοντας στο κατώτατο επίπεδό της το 2020.
Τα τελευταία χρόνια η παραγωγικότητα της εργασίας ανέκαμψε, επανερχόμενη σε πορεία σύγκλισης με τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα και εκτιμάται ότι το 2024 θα διαμορφωθεί στο 57,9% της παραγωγικότητας της εργασίας στην ευρωζώνη (και στο 63,3% της παραγωγικότητας στην ΕΕ-27). Παρ’ όλα αυτά, η απόσταση που πρέπει να καλύψει η ελληνική οικονομία όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας είναι πολύ μεγάλη και θα απαιτήσει μακρόχρονη προσπάθεια καταλήγει η Τ.τ.Ε.
Του Κώστα Κατίκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου